- ευγένεια
- και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία)1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα5. (για ζώα) η καθαρόαιμη ράτσανεοελλ.-μσν.ως τιμητική προσφώνηση («η ευγένειά σας», «πρὸς τὴν σὴν εὐγένειαν»)μσν.1. το να είναι κάποιος γεννημένος από ελεύθερους γονείς2. η υπερηφάνειααρχ.-μσν.δόξα, μεγαλείοαρχ.1. η εξαιρετική ποιότητα2. (για ύφος) η μεγαλοπρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. ευγένεια < *ευγενεσ-ιαευγενία < ευγεν-ία].
Dictionary of Greek. 2013.